ηφαιστειοπαθής

ηφαιστειοπαθής
-ές
αυτός που έχει υποστεί ζημιές ή καταστροφές από ηφαιστειακή δράση («ηφαιστειοπαθείς τόποι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + -παθής < πάθος (πρβλ. ηττο-παθής, σεισμο-παθής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”